Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Ο Λαός του Θεού στη Βιβλική Παράδοση

Σ. Αγουρίδης
Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Η έννοια «λαός του Θεού» αποτελεί θεμελιώδη έννοια στη βιβλική παράδοση. Πιστεύω ότι επί του προκειμένου μιλάμε για μια μοναδικότητα. Δεν πιστεύω ότι σε οποιοδήποτε άλλο λαό μέσα στην ιστορία συναντάμε εντός της θρησκευτικής του ζωής τόσο στενή σχέση λαού και Θεού που συναντάμε στη Βίβλο.

Ως δημιουργός και βασιλιάς ο Γιαχβέ κάνει γνωστό τον εαυτό του σε όλο το χώρο που εκτείνεται η παγκόσμια κυριαρχία και αποκάλυψή του. Όμως στο Δευτ. 32,28εξ, ο Ισραήλ χαρακτηρίζεται ως «μερίδιό» μου και «ο κλήρος της κληρονομίας μου», ο Γιαχβέ «επήρε», διάλεξε τον Ισραήλ! Το «εκλέγω» όταν λέγεται περί του Γιαχβέ, εκφράζει την ελεύθερη κυριαρχική εξουσία του Κυρίου που δεν χρωστάει σε κανένα εκλεγόμενο την εκλογή του. Ο Θεός δεν διαλέγει κάτι γιατί αυτό θεωρεί πολύτιμο. Ο Ισραήλ που εξέλεξε ο Γιαχβέ είναι ο ελάχιστος ανάμεσα σε όλους τους λαούς.

Ο Γιαχβέ απωθεί άλλους λαούς που είναι «μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι» από τον Ισραήλ. Γίνεται λόγος ακόμα και για ηθική απαξία και για το σκληροτράχηλο του Ισραήλ. Πίσω λοιπόν από την εκλογή του Γιαχβέ βρίσκεται μια άλογη, ελεύθερη απόφαση της αγάπης ήδη κατά την εποχή των Πατέρων, για την οποία δεν μπορεί κανείς να ρωτήσει περαιτέρω. Δυστυχώς, κατά τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, με τον αγώνα του Έσδρα κατά των μικτών γάμων, ο Ισραήλ οδηγήθηκε σε πολύ μονόπλευρο τονισμό στη διαφοροποίησή του από τους άλλους λαούς. Κατά κανόνα όμως προβάλλεται περισσότερο η πλευρά της ευθύνης του εκλεγμένου. Βέβαια, η θεία εκλογή δεν αναφέρεται μόνο στον Ισραήλ ως το λαό του Θεού αλλά και στην εκλογή του βασιλιά, όπως επίσης και στην εκλογή του αρχιερατικού οίκου του Ηλί, αλλά ακόμη και δούλων του Θεού όπως του Μωυσή και του Ααρών. Ο Θεός είναι επίσης που εκλέγει τον ιερό τόπο της κατοικίας Του: Ένας Θεός, ένας λαός εκλεγμένος απ’ αυτόν, ένας μοναδικός τόπος λατρείας.

Εντύπωση κάνει ότι οι προαιχμαλωσιακοί Προφήτες αποφεύγουν σχεδόν τελείως να μιλήσουν για την εκλογή του Ισραήλ. Η μοναδική μνεία στον πρώιμο αιχμαλωσιακό προφήτη Ιεζεκιήλ (20,5), καθώς και ο λόγος του Αμώς 3,2 αποδεικνύουν με πόση κριτική διάθεση αντιμετώπιζαν τις καυχησιολογίες του λαού τους για την εκλογή του, έτσι που είναι πλήρως η κατανοητή η «σιωπή τους αναφορικά προς την εκλογή».

Αλλά και σε σχέση με τον ίδιο τον εαυτό τους οι Προφήτες δεν αρέσκονται –με μια εξαίρεση– στη χρησιμοποίηση της σκέψης ότι έχουν «εκλεγεί» στο αξίωμά τους. Η περίοδος της Αιχμαλωσίας δημιούργησε, όπως ήταν φυσικό, σεισμό στο περί εκλογής αίσθημα. Δεν λείπουν, βέβαια, και χωρία που λένε πως οι Εθνικοί θα πλησιάσουν τον Ισραήλ για να τον υπηρετήσουν. Η υπηρετική μορφή των λαών προς τον Ισραήλ σημαίνει μιαν ομολογία: «Αληθινά, σ’ εσένα είναι ο Θεός και πουθενά αλλού δεν υπάρχει άλλος Θεός».

Ο Ισραήλ γνωρίζει το Θεό του ως τον ελεύθερο Κύριο, που δεν τον διάλεξε ο λαός, αλλά ο οποίος αντιθέτως έγινε ελεύθερα ο Θεός του λαού και του υπέδειξε με την ιστορική καθοδήγησή του πως είναι ο Κύριός του. Κατά το πέρασμα του χρόνου δεν περιοριζόταν μόνο σε μια αναδρομή στα περασμένα, αλλά μπορούσε να αποτελεί και αντικείμενο ελπίδας για το μέλλον. Εξάλλου, ενώ η Προφητεία απέβλεψε κυρίως στον Ισραήλ, η Αποκαλυπτική είδε τον κόσμο των Εθνών στο σύνολό του, γιατί σ’ αυτό το νέο περιβάλλον έμελλε να ολοκληρωθεί η πορεία του Ισραήλ.

Η Π.Δ., ακόμα κι όταν ο «Νόμος και οι Προφήτες» έκλεισαν με την οριστικοποίηση του Κανόνα, εξακολουθούσε να είναι το βιβλίο του «ανοιχτού κηρύγματος» με την έννοια πως αναζητεί την περαιτέρω καθοδήγηση του ποιμένα του Ισραήλ. Είναι συνεπώς σωστό να πούμε πως πίστη στο Γιαχβέ και προσδοκία του μέλλοντος συνδέονται αδιάλυτα.

Ο λαός ο ίδιος ως θρησκευτική κοινότητα μπορούσε να συνεχίσει -και συνέχισε- να υπάρχει, χωρίς την παρουσία ούτε του Βασιλιά ούτε του Ιερέα. Έτσι η παλαιά άποψη περί εκλογής μεταφέρθηκε από τον Ααρών και τον Δαβίδ στον Ιακώβ, ως τον πατέρα των Δώδεκα Φυλών. Λαός του Θεού δεν είναι κανείς γιατί διεκδικεί κάτι τέτοιο, ούτε όμως και ο όποιος ανύποπτος ανθρωπάκος υπάγεται σε αυτήν την κατηγορία. Πολύ περισσότερο με το λαό του Θεού δεν συνδέεται η όποια εθνοκαπηλεία. Λαός του Θεού σημαίνει μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που αγωνίζονται παντού και πάντοτε για την έλευση στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού, όπως την εννοούσε ο Ιησούς. Ο ίδιος ήταν Ιουδαίος, από τη φυλή του Δαβίδ. Ο Ματθαίος ο Ευαγγελιστής, στη γενεαλογία του, ανάγει την καταγωγή του Ιησού στον Αβραάμ, ενώ ο Λουκάς, με τη δική του γενεαλογία, ανάγει την καταγωγή Του στον ίδιο τον Αδάμ. Ο Ιησούς έζησε, απ’ όσο ξέρουμε, όλη του τη ζωή στην Παλαιστίνη και δεν βγήκε ποτέ στον έξω κόσμο. Η δράση και το κήρυγμα του απευθύνονταν αρχικά στους συμπατριώτες του, προς τους οποίους κατ’ αρχήν απέστειλε και τους μαθητές του, προς τα απολωλότα πρόβατα του οίκου Ισραήλ.

Ο Ιησούς όμως δεν έφτιαξε μια ελιτίστικη ομάδα όπως αυτή των Εσσαίων. Η στάση του απέναντι στους Εθνικούς εξαρχής είναι ανοιχτή. Στον εκατόνταρχο της Καπερναούμ λέει γεμάτος έκπληξη πως τέτοια πίστη δεν εβρήκε ούτε στον Ισραήλ (Μτ. 8,10, πρβλ. Λκ 7,9). Η σωτηρία δεν είναι αναπαλλοτρίωτο κτήμα του Ισραήλ, αλλά, κατά τους έσχατους χρόνους, «πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσιν και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε και της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον? εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Μτ. 8,11εξ. Πρβλ. Λκ 13,28εξ). Αν και η δράση του Ιησού περιορίσθηκε στον Ισραήλ, δεν απέκρουσε τους Εθνικούς που τον συναντούσαν αλλά τους δεχόταν. Αφού, μάλιστα, δεν ίδρυσε καμιά ξεχωριστή κοινότητα σεσωσμένων αλλά στράφηκε ιδιαίτερα προς τα απολωλότα και τους περιφρονημένους του κόσμου, κατέστησε σαφές ότι η αγάπη του Θεού ισχύει για όλους τους ανθρώπους.

Ο Ιησούς περιβαλλόταν συχνά από ένα πλήθος λαού. Μέσα απ’ αυτό ξεχωρίζει ο κύκλος των Δώδεκα που δείχνει πως ο Ιησούς στρέφεται προς όλο τον Ισραήλ, όχι μόνο σε μια ιδιαίτερη μερίδα. Η αρχική χριστιανοσύνη, Παλαιστινή και εξωπαλαιστινή, θεωρεί τον εαυτό της ως τον Ισραήλ του Θεού, ως τον άγιο λαό του Θεού των εσχάτων χρόνων, που γι’ αυτόν ισχύουν οι υποσχέσεις της Γραφής και διατυπώθηκε σ’ αυτές το θέλημα του Θεού. Η θεία λατρεία και η ζωή της κοινότητας είναι γεμάτες από τη βεβαιότητα ότι ο Θεός τους εξέλεξε, Ιουδαίους και Εθνικούς, και σ’ αυτούς χάρισε την υπόσχεση του Πνεύματός του. Η χριστιανική κοινότητα είχε ευθύς εξαρχής σαφή συνείδηση της ιδιαιτερότητάς της. Ποτέ όμως για την αρχική χριστιανοσύνη δεν έπαψε η Π.Δ. να θεωρείται Αγία Γραφή, από την οποία οι υποσχέσεις και το θέλημα του Θεού απευθύνεται άμεσα προς την κοινότητα. Γι’ αυτό η χριστιανική κοινότητα επικαλείται τις Γραφές για να στηρίξει το κήρυγμά της. Η αρχική χριστιανοσύνη πιστεύει πως είναι η κοινότητα της Καινής Διαθήκης, αυτή όμως δεν νοείται όπως η κοινότητα του Κουμράν, σαν δηλ. η αποκατάσταση της Μωσαϊκής Διαθήκης, αλλά σαν η εσχατολογική Διαθήκη που ο Θεός συνήψε με τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού.

Ως μέλη του λαού του Θεού συνάπτονται Ιουδαίοι και Εθνικοί στην ενότητα της Εκκλησίας. Αυτά που δένουν τα μέλη άρρηκτα είναι το Βάπτισμα και η Ευχαριστία, που οι πιστοί δέχθηκαν μαζί με την πίστη στον Ιησού, και βιώνουν σε κοινωνία μετ’ αλλήλων εντός των χριστιανικών κοινοτήτων που οργάνωσαν οι Απόστολοι του Ιησού Χριστού.

Όλα αυτά οι χριστιανοί τα ζουν όχι για να σώσουν τις ψυχές τους, όπως λένε κάποιοι χριστιανοί σήμερα, αλλά γιατί αυτοί περιμένουν την παλιγγενεσία, περιμένουν αρχικά, μάλιστα, πολύ γρήγορα τον ερχομό της καινής κτίσης, του νέου κόσμου που θα φέρει επανερχόμενος ο Χριστός. Η ζωή με τον επανερχόμενο Χριστό αποτελεί την πρώιμη χριστιανική εσχατολογία ως προσδοκία και ως μια νέα πραγματικότητα εντός του νέου αιώνος.

Στην Εκκλησία, κατά την μεταπαύλεια εποχή τέθηκαν μια σειρά από προβλήματα που έπρεπε να λύσει: α) Η καθυστέρηση της Παρουσίας που απαιτούσε κάποια αναθεώρηση της εσχατολογίας. β) Η εκκλησία απόχτησε βαθιά συνείδηση πως είχε ιστορία. γ) Γρήγορα επίσης χρειάσθηκε να ξεχωρίσει η σωστή από μια λαθεμένη παράδοση, για να διατηρηθεί η συνέχεια του ενός Ευαγγελίου. δ) Ούτε μπορούσε η Εκκλησία να συνεχίσει επί πολύ το έργο της, χωρίς να ρυθμίσει τα εσωτερικά της, καθώς και τους φορείς εξουσίας της κοινότητας. Αυτοί έπρεπε να φροντίζουν την Εκκλησία από οποιαδήποτε βλάβη, να αντιπροσωπεύουν τη σωτήρια διδασκαλία και τη σωστή διεξαγωγή των μυστηρίων. ε) Έπρεπε, μέσα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, να δώσουν κανόνες ζωής που να καθοδηγούν τους χριστιανούς στην καθημερινή προς τους εντός και εκτός συμπεριφορά.

Αυτά όλα χρειάζονταν νέες διατυπώσεις καθιερωμένων παλαιών διδαχών. Οι Κοινότητες έπρεπε να αποκτήσουν ένα Πολίτευμα, γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς τάξη. Ποτέ η Εκκλησία –ένα πνευματικό σώμα– δεν έζησε χωρίς τάξη. Με την παρέλευση όμως του χρόνου, την επέκταση των Εκκλησιών και την αύξηση των αναγκών και υποχρεώσεών τους, έπρεπε να κανονιστούν επαρκέστερα οι διάφορες διακονίες και τα λειτουργήματα που θα έπρεπε να ασκούνται μονίμως.

Όπως ήταν φυσικό, στους φορείς του αξιώματος ανατέθηκε το έργο να ξεχωρίζει μεταξύ ορθής και λαθεμένης διδασκαλίας. Εξάλλου, η εκκλησιαστική διδασκαλία έπρεπε να πει στους χριστιανούς πώς να ζουν μέσα στον κόσμο. Η πίεση της ιστορίας κάνει μεγαλύτερη την αγωνία των πιστών για την εγγύτητα του Τέλους. Η σύνδεση της Αποκάλυψης με το αίμα του Αρνίου φωτίζει την απομένουσα περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Η χριστιανική Κοινότητα γνωρίζει πως η βασιλεία ανήκει στο Θεό και τον Χριστό γι’ αυτό η επί γης αγωνιζόμενη εκκλησία μαζί με την θριαμβεύουσα στους ουρανούς δοξολογεί την εξουσία του Θεού και του Αρνίου, που στο τέλος των ημερών θα εμφανισθεί ορατή στα μάτια όλων. Μέχρι τότε ισχύει ως προς εμάς η υπομονή και η πιστότητα (Αποκ. 13,10? 14,20).



http://www.acadimia.gr/content/view/131/76/lang,el/

Δεν υπάρχουν σχόλια: